- έναυλος
- ος , ον звучащий (в ушах);
έχω έτι έναυλον την φωνήν του — я до сих пор слышу его голос;
έναυλος είναι εισέτι η φωνή του εις τα ώτα μου — его голос до сих пор звучит у меня в ушах
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έχω έτι έναυλον την φωνήν του — я до сих пор слышу его голос;
έναυλος είναι εισέτι η φωνή του εις τα ώτα μου — его голос до сих пор звучит у меня в ушах
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔναυλος — 1 bed of a stream masc nom sg ἔναυλος 2 bed of a stream masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έναυλος — (I) ἔναυλος, ο και ἔναυλον, το (Α) 1. κοίτη χειμάρρου, χαράδρα, κοίλωμα απ όπου ρέει χείμαρρος («τάχα κεν φεύγοντες ἐναύλους πλήσειαν νεκύων», Ομ. Ιλ.) 2. χείμαρρος 3. κατοικία, τόπος διαμονής, ενδιαίτημα. (II) η, ο (AM ἔναυλος, ον) 1. (για φωνή … Dictionary of Greek
ἐναύλως — ἔναυλος 1 bed of a stream masc acc pl (doric) ἔναυλος 2 bed of a stream adverbial ἔναυλος 2 bed of a stream masc/fem acc pl (doric) ναυλόω let one s ship for hire imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναύλους — ἔναυλος 1 bed of a stream masc acc pl ἔναυλος 2 bed of a stream masc/fem acc pl ναυλόω let one s ship for hire imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔναυλοι — ἔναυλος 1 bed of a stream masc nom/voc pl ἔναυλος 2 bed of a stream masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔναυλ' — ἔναυλα , ἔναυλον neut nom/voc/acc pl ἔναυλε , ἔναυλος 1 bed of a stream masc voc sg ἔναυλα , ἔναυλος 2 bed of a stream neut nom/voc/acc pl ἔναυλε , ἔναυλος 2 bed of a stream masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔναυλον — neut nom/voc/acc sg ἔναυλος 1 bed of a stream masc acc sg ἔναυλος 2 bed of a stream masc/fem acc sg ἔναυλος 2 bed of a stream neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναύλοις — ἔναυλον neut dat pl ἔναυλος 1 bed of a stream masc dat pl ἔναυλος 2 bed of a stream masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναύλου — ἔναυλον neut gen sg ἔναυλος 1 bed of a stream masc gen sg ἔναυλος 2 bed of a stream masc/fem/neut gen sg ναυλόω let one s ship for hire imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναύλων — ἔναυλον neut gen pl ἔναυλος 1 bed of a stream masc gen pl ἔναυλος 2 bed of a stream masc/fem/neut gen pl ναυλόω let one s ship for hire imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ναυλόω let one s ship for hire imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναύλῳ — ἔναυλον neut dat sg ἔναυλος 1 bed of a stream masc dat sg ἔναυλος 2 bed of a stream masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)